ντοβλέτι

ντοβλέτι
τό
1) государство; 2) правительство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ντοβλέτι" в других словарях:

  • ντοβλέτι — και δοβλέτι, το (ιδίως για την Τουρκία) κράτος, κυβέρνηση, επικράτεια («αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το ντοβλέτι», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. devlet] …   Dictionary of Greek

  • ντοβλέτι — το (λ. τουρκ.), το κράτος, η επικράτεια, η κυβέρνηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μετέωρα — Συγκρότημα μοναστηριών χτισμένων στην κορυφή απότομων και ξεκομμένων μεταξύ τους βράχων, διάσπαρτων σε μια έκταση περίπου τριάντα τ. χλμ., ανάμεσα στα όρη Χάσια, Αντιχάσια και Κόζιακας, του νομού Τρικάλων, στο σημείο ακριβώς, όπου ο Πηνειός… …   Dictionary of Greek

  • δεβλέτι — το το δοβλέτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ντοβλέτι] …   Dictionary of Greek

  • δοβλέτι — και ντοβλέτι και δουβλέτ, το 1. δυναστεία 2. κυβέρνηση, κράτος 3. φρ. «πάει με το δοβλέτι» πάει με το μέρος τού πιο ισχυρού κάθε φορά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. devlet «κράτος»] …   Dictionary of Greek

  • ντοβλετισμός — ο πολιτικό σύστημα κατά το οποίο ανήκει κανείς πάντα στο κυβερνών κόμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ντοβλέτι «κράτος, κυβέρνηση» + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»